- λειάνωμα
- το1. μικρό και λεπτό πράγμα2. μικρό αρνί ή κατσίκι3. στον πληθ. τα λειανώματασύνολο μικρών ομοειδών πραγμάτων, ιδίως κερμάτων, λειανά.[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *λειανώνω (< λειανός), κατά τα ουδ. σε -ωμα (πρβλ. δίπλ-ωμα, στέγν-ωμα)].
Dictionary of Greek. 2013.